- δαιδαλέοδμος
- δαιδαλέοδμος και δαιδαλέοσμος, -ον (Α)αυτός που έχει ασυνήθιστη, εξαίσια οσμή.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιδαλέοδμος < δαιδάλεος + -οδμος < οδμή και ο τ. δαιδαλέοσμος < δαιδάλεος + -οσμος < οσμή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δαιδαλεόδμοις — δαιδαλέοδμος with artificial fragrance masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιδαλέοσμος — (Α) βλ. δαιδαλέοδμος … Dictionary of Greek